- μαντέμι
- το1. κάθε ορυκτό που περιέχει μέταλλο για καμίνευση, μετάλλευμα2. ο χυτοσίδηρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maden].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντέμι — το (λ. τουρκ.) 1. το μετάλλευμα. 2. κράμα σιδήρου και άνθρακα, ο χυτοσίδηρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυτοσίδηρος — Λέγεται και μαντέμι. Σιδηρούχο προϊόν που αποτελείται από κράμα σιδήρου άνθρακα, με περιεκτικότητα άνθρακα που κυμαίνεται μεταξύ 1,78 και 6%. Το ποσοστό αυτό του άνθρακα παρέχει στον χ. ιδιότητες που τον ξεχωρίζουν από τον χάλυβα, που και αυτός… … Dictionary of Greek
μαντεμένιος — α, ο [μαντέμι] κατασκευασμένος από μαντέμι, από χυτοσίδηρο … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
μαντεμτζής — ο ιδιοκτήτης μεταλλείου, μεταλλουργός, μεταλλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντέμι + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής, τζαμ τζής)] … Dictionary of Greek
χυτοσίδηρος — ο ο χυτός σίδηρος, ο σίδηρος που αναμείχτηκε κατά το λιώσιμο με μικρή ποσότητα άνθρακα, το μαντέμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)